- κοροπλαθικός
- κοροπλαθικόςbelonging to the art of modellingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοροπλαθικός — κοροπλαθικός, ή, όν (Α) [κοροπλάθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλαστική μικρών αγαλμάτων … Dictionary of Greek
κοροπλαθικοῖς — κοροπλαθικός belonging to the art of modelling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροπλαθική — κοροπλαθικός belonging to the art of modelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)